- γουρλωτός
- -ή, -ό(για τα μάτια) αυτός που εξέχει από τις κόγχες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουρλωτός — ή, ό (για τα μάτια), αυτός που εξέχει από τις κόγχες, ο γουρλωμένος: Αδυνάτισε τόσο ώστε τα μάτια της έγιναν γουρλωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)